Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού
Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
B´
Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·
O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!
Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
Γ´
Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!
Δ´
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!
E´
Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
ΣT´
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
Z´
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
H´
Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!
Θ´
Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»
Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Aίμα και λαλιά
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
I´
Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»
Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
IA´
Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
IB´
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!
IΓ´
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―
Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου
Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
IΔ´
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Tα πιο αθώα κορίτσια
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
Η πλειοψηφία των βραδινών μου
εξόδων και σε συναυλίες κατά τα μέσα της δεκαετίας του 90 και μέχρι τα πρώτα
χρόνια του νέου αιώνα, μπορώ να παραδεχτώ ότι
διοχετεύτηκε όπου παρουσιαζόταν ο Γιάννης Κότσιρας. Άρτια φωνή,δυναμική
παρουσία κατά την παράσταση εξαιρετικές συνεργασίες (Χάρις Αλεξίου, την Ελευθερία
Αρβανιτάκη, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Μπάσης, Κώστας Μακεδόνας).
Μην ξεχνάμε ότι έχει ερμηνεύσει Μίκη Θεοδωράκη,
Γιάννη Μαρκόπουλο,Μίμη Πλέσσα, ενώ οι
δίσκοι του φέρουν υπογραφές του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, της Ευανθίας Ρεμπούτσικα,
της Ελένης Ζιώγα, του Αντώνη Μιτζέλου, του Άρη Δαβαράκη, του Λαυρέντη
Μαχαιρίτσα, του Ισαάκ Σούση, του Μανώλη
Φάμελλου, του Κώστα Λειβαδά, της Χ. Αλεξίου, της Λίνα Νικολακοπούλου κα
Προσωπικά, αγαπώ ιδιαίτερα τραγούδια
που έχουν ερμηνευτεί σε ρυθμό 9/8. Ανατρέχοντας στη δισκογραφία του καλλιτέχνη
βρήκα περίπου είκοσι τραγούδια σε πρώτη εκτέλεση αλλά και επανεκτελέσεις.
...Ζωή είναι ζωή μου η ζωή
πονάει, πονηρεύει, προχωράει,
μα ως την τελευταία αναπνοή
παλεύει μια ζωή,
για ό,τι αγαπάει. (Άρης Δαβαράκης στίχοι)
Πού ξημερώνεις πού τις νύχτες σου
περνάς
για ποιον βουρκώνεις για ποιον
παραμιλάς
πού ξημερώνεις πού τα χάδια σου
σκορπάς
για ποιον ιδρώνεις για ποιον
καρδιοχτυπάς (Ελένη Ζιώγα)
Άντρας που δεν έκλαψε μέσα στην
αγάπη
κατά βάθος, έμεινε, άνθρωπος
μισός (Ελένη Ζιώγα)
Η ντροπή, ντροπή δεν έχει
Έχει κορμί, ορμή
παίρνει αφορμή
απ' τα δεν πρέπει και τα μη(Άρης
Δαβαράκης στιχοι)
Όποιος δεν κάθισε σε Ίκαρου σκιά
κέρινα δάκρυα για τον έρωτα να
στάξει
και η αρρώστια του δεν βρίσκει
γιατρειά,
Πρέπει το όνειρο να φεύγει όταν
χαράξει (Ισαάκ Σούσης)
Όσα τραγούδια σου 'γραψα
τα 'χω ακριβά πληρώσει,
ήταν λουλούδια που 'κοψα
και μ' έχουνε ματώσει.
Αχ! Τα τραγούδια στους σταθμούς
τα παίρνουν χείλη ξένα,
μα εσύ δεν ξέρεις που τ' ακούς
ότι μιλούν για σένα.
Τα είχα για παρηγοριά
μα τώρα σαν τα λέω,
αντί να βρω τη λησμονιά
κι εγώ μαζί τους κλαίω. (Μανώλης
Φάμελος)
Έλα και κόψε με στα δυο
με μια ματιά μαχαίρι ματωμένο
δύο φορές να σ΄αγαπώ
και δυο ζωές για να σε περιμένω (Βασίλης
Μακριμίχαλος & Γιάννης Κότσιρας)
Ο Κώστας Μόντης (18 Φεβρουαρίου 1914 - 1η Μαρτίου 2004) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ελληνοκύπριους ποιητές και συγγραφείς. Καταγόταν από την Κύπρο και συγκεκριμένα γεννήθηκε το 1914 στην κατεχόμενη σήμερα Αμμόχωστο και πέθανε το 2004 στη Λευκωσία, όπου διέμενε μετά την τουρκική εισβολή.Ο Κώστας Μόντης ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ.
Ποιητής, μυθιστοριογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων, θεωρείται
ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς του 20ου αιώνα και
συγκεκριμένα της μεταπολεμικής περιόδου. Πολλά από τα έργα του έχουν
μεταφρασθεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ολλανδικά,
Σουηδικά, Ρωσικά και σε άλλες γλώσσες. Το 1980 τιμήθηκε με τον τίτλο του «δαφνοστεφούς ποιητή» (Poet Laureate) από την Παγκόσμια Ακαδημία Τεχνών και Πολιτισμού.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στην περίοδο 1952 – 1954, συνέθεσε
κατά τη διαμονή του στα Χανιά, στην Αθήνα και έπειτα στο Παρίσι τον κύκλο
τραγουδιών «Λιποτάκτες». Η πρώτη τους ηχογράφηση έγινε τον Οκτώβρη του
1960. Μπουζούκι έπαιξε ο Μανώλης Χιώτης και στην κιθάρα τον συνόδεψε ο
Δημήτρης Φάμπας. Τους στίχους των τραγουδιών, που ερμήνευσε ο ίδιος ο
Θεοδωράκης, υπέγραψε ο αδελφός του συνθέτη, Γιάννης. Ένα σημαντικό τραγούδι
υπήρξε η «Όμορφη Πόλη».
Πολλοί αναφέρουν πως ο συνθέτης εμπνεύστηκε από την πόλη της καταγωγής του τα
Χανιά. Πάμπολλες οι εκτελέσεις του
Τραγουδιού- εμείς βρήκαμε γύρω στις 20-22-.
Το τραγούδι αυτό πραγματοποίησε μεγάλη διαδρομή στο χρόνο και
αξιοποιήθηκε από πολλούς καλλιτέχνες. 1958 ο Μίκης Θεοδωράκης
έγραψε το μπαλέτο «Les amants de Teruel» βασισμένο στο μύθο των "Εραστών του Teruel" . Το
1962 έντυσε μουσικά την ταινία «Les amants de Teruel» του Raymond Rouleau με
ερμηνεύτρια την Edith Piaf, -η οποια και το ερμήνευσε λιγο πριν φύγει από τον
κόσμο αυτό -και στίχους του Jacques Plantes. Το καλοκαίρι του 1962 στο θέατρο
«Παρκ» ανέβηκε η μουσική παράσταση
"Όμορφη Πόλη" σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη,κείμενα των Δημήτρη
Χριστοδούλου, Ερρίκου Θαλασσινού, Μπόστ, Άκου Δασκαλόπουλου, με τη Ντόρα
Γιαννακοπούλου, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Ανδρέα Ντούζο, την Άννα και τη
Μαρία Καλουτά, τον Κώστα Χατζή, την Μαίρη Λίντα.
Πρόσφατα, η κόρη του στιχουργού,
Μάρω, εμπνεόμενη από την όμορφη πόλη παρουσιάσε
ένα μουσικό παραμύθι, που θα δημιουργήσει πανέμορφες εικόνες στους μικρούς και
θα ταξιδέψει τους μεγάλους σε τόπους ονειρικούς των παιδικών τους χρόνων. Κι
όμως τα όνειρα βγαίνουν αληθινά! Η Αννιώ θα ταξιδέψει στα Χανιά, στην Όμορφη
Πόλη του πατέρα της με τα χιλιάδες χρώματα, τις φωνές, τις μουσικές. Η μυρωδιά
από τη θάλασσα, το θυμάρι και το γιασεμί είναι η καλύτερη αρχή για τις διακοπές
της. Οι φίλοι της, ο παππούς ο Σήφης κι η χρυσοχέρα γιαγιά θα την κατακτήσουν
και θα τη μαγέψουν με την αλήθεια τους. Ακολουθήστε την Αννιώ μέχρι τον Γαλατά,
ξελογιαστείτε με τις πειρατικές αποδράσεις του Λευτέρη και του Γιώργη και
βουτήξτε από τα λαξεμένα βράχια μαζί τους…
Τ' αστέρια που μετρήσαμε να πέφτουνε στη γη
Είναι οι μύθοι που είδαμε να σβήνουν στο σκοτάδι
Χρόνια πορείες παράλληλες που ζήσαμε μαζί
Σαν στρατιωτάκια τα 'στησε η νύχτα στο σημάδι.
Όλα αλλιώς περπάτησαν, ποιος να το φανταστεί;
Δίχως σενάριο τελικά το έργο αυτού του κόσμου
Κι όσοι σκηνοθετήσαμε μιαν άλλη του εκδοχή
Ο χρόνος μας παράτησε στα απόμερα του δρόμου.
Σ' ένα ταξίδι αδιάκοπο ο κόσμος προχωρά
Σαν καραβάνια τα όνειρα την έρημο διασχίζουν
Αδύναμα κι ευάλωτα στου χρόνου τη φθορά Μόνο τα αισθήματα μπορούν βυθούς να καθρεπτίζουν.
Η μόνη αλήθεια που ένοιωσα ν' αντέχει στη βροχή
Αυτή η φιλία, που άπλωσε και γέμισε τα χρόνια
Αυτός ο μύθος που έντυσε των δύο μας την ζωή
Σαν άνοιξη που σώσαμε στον πιο βαρύ χειμώνα.
Κύριοι συνάδελφοι, η ανεργία
πρόβλημα είναι ακανθώδες.
Εφ’ω και είναι ευκαιρία
το Συμβούλιό μας το εργώδες
να της αφιερώσει μίαν…συζήτησιν
εφ’όσον η εργασία δεν έχει ζήτησιν.
Διότι είναι καθαρά θεομηνία
διά το έθνος η ανεργία.
Αίνιγμα αποτελεί διά πάντα τίμιον
πολίτην και υγιώς σκεπτόμενον
της ανεργίας το φαινόμενον.
Και επιτέλους εξόχως επιζήμιον.
Κύριοι, οι καιροί ου μενετοί!
Θα απετέλει δε αδυναμίαν μας θανάσιμον, εάν ημείς, του έθνους οι εκλεκτοί,
δεν εύρωμεν μίαν δικαιολογίαν βάσιμον,
και την εμπιστοσύνην ούτω χάσωμεν
του λαού,ήτις μας είναι λίαν χρήσιμος.
Πρέπει λοιπόν,δεόντως ν’αντιδράσωμεν.
Διότι θα είναι συμφορά μοιραία και κρίσιμος
εάν κρούσματα κοινωνικής έχωμεν αναταραχής,
ενώ ευρισκόμεθα επί ξηρού ακμής!
Θα ήτο διά το έθνος απειλή ολέθρία,
που το μαστίζει τόση ανεργία!
Δεν συμφωνείτε κύριοί μου;
Το συμφερότερον, κατά την άποψίν μου,
είναι ν’αποφασίσωμεν ότι το πρόβλημα ελύθη,
και να το παραδώσωμεν στη λήθη.
Την άποψή σας να τη βράσουμε! Η ανεργία,
πληγή και παιδεμός του τόπου,
θα λείψει μοναχά τη μέρα όπου
θα μπείτε εσείς σε ανεργία!
Ποτέ δεν είν' αργά για να γλιτώσεις
ποτέ δεν είν' αργά για να χαθείς,
μια πόρτα πίσω σου για πάντα να κλειδώσεις
κι απ' ότι έζησες να φύγεις να σωθείς...
Ποτέ δεν είν' αργά για να ξεχάσεις
ποτέ δεν είν' αργά να θυμηθείς,
το δρόμο αυτόν που χρόνια γύρευες να πιάσεις
μα σε σταμάταγε ο φόβος της στροφής...
Ποτέ δεν είν' αργά για να ματώσεις
ποτέ δεν είν' αργά να γιατρευτείς,
κι από παιδί όσα σε μάγευαν να σώσεις
και πάλι αυτά που σε ρημάξαν ν' αρνηθείς...
Ποτέ δεν είν' αργά για να μιλήσεις
ποτέ δεν είν' αργά για να κρυφτείς,
πίσω απ' αυτά που σου 'χουν πει να κουβαλήσεις
πίσω απ' αυτά που σου 'χουν πει να ονειρευτείς...
Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι... Στον ύπνο σου έρχεται μια θάλασσα απέραντη. Βουνά τα κύματά της, φουσκώνουν αφρισμένα, λυσσομανάνε...
Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι... Στον ύπνο σου έρχεται ένα καράβι, κι εσύ στη γέφυρα του καπετάνιου. Στα δεξιά σου, το κύμα που χτυπιέται, και στα ζερβά σου... Για δες το που σε πολεμάει... Μα μη σε νοιάζει, γιε μου, μη φοβάσαι! Οι μηχανές δουλεύουνε σαν την καρδιά σου. Το σκαρί γερό και το τιμόνι στα χέρια σου...
Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι... Πελώρια αέρινη γέφυρα δένει τα περιγιάλια. Στ' αστραφτερό δοκάρι της εσύ αγναντεύεις. Κοίτα κάτου, μη ζαλιστείς. Κοίτα πάνου, το κεφάλι σου λες κι ακουμπάει τον ουρανό...
Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι... Τι πολλά βιβλία είν' αυτά; Όλα τα έχεις διαβάσει; Ρυτίδες στο μέτωπό σου, τα μαλλιά σου κατάλευκα. Τα μάτια σου είναι τα μόνα στη γη που έχουν καταλαβει. Το πρόσωπό σου όμορφο σαν την αιωνιότητα. Μην αμφιβάλλεις, μη φοβάσαι μη και δε βρήκες ό,τι έψαχνες. Διάβαζε πολεμώντας, διάβαζε αυτό που διαβάζεις χωρίς να το ξεχωρίζεις από τη μάχη...
Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι... Άκου, φωνές ακούς. Κοίτα τι όμορφα χρώματα που βλέπεις... Τα χέρια σου χαϊδεύουν το μάρμαρο, και νά, του δίνουν το πιο σταθερό, πιο ζωντανό σχήμα...
Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι... Άφοβος σαν θαλασσινός,μάστορας δημιουργός,φιλόσοφος γνώστης και καλλιτέχνης τολμηρός - έτσι να γίνεις...
Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι...
Ο Ναζίμ Χικμέτ (Nâzım Hikmet, Θεσσαλονίκη15 Ιανουαρίου1902 - Μόσχα2 Ιουνίου1963) ήταν Τούρκος
ποιητής και δραματουργός, τα έργα του οποίου μεταφράστηκαν σε πολλές
γλώσσες. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε
στην Μόσχα από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 61 ετών.
Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασες
γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές
ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισες
φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο.
ʼπλωσε μια πρασιά στοργής
για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του.
Ν' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες,
τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι
για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος.
Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη
φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.
Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου, την αχτίδα,
που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά.
Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα.
Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε
σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.
Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη,
διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή.
Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος. Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα.
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.
Δυο ,Τρία, Τέσσερα (ένα χειροκρότημα σε κάθε νούμερο)
Πέ-ντε(δυο χειροκροτήματα)
Έξι, επτά, οκτώ, εννιά (ένα χειροκρότημα σε κάθε νούμερο)
Έτσι μετριέται το Ζεϊμπέκικο,
εννέα όγδοα, και αυτός που συνοδεύει το χορευτή, καλό είναι να το κάνει μέσα στο ρυθμό, χειροκροτώντας
σύμφωνα με το εντός παρενθέσεως περιγραφέν.
Προσωπικά δεν ασπάστηκα ποτέ την
άποψη ότι ο χορός είναι αποκλειστικά ανδρικός .Ίσως γιατί η οικογενειακή μου
κουλτούρα είχε ενταγμένο το χορό σε κάθε εκδήλωση και ουδέποτε απαγορεύθηκε σε θηλυκό
να χορέψει. Αντιθέτως οι γυναίκες μετά το χορό δέχονταν συγχαρητήρια από
πατέρα, σύζυγο και λοιπούς συγγενείς και οικείους.
Πρόκειται για χορό μοναχικό αφού ο χορευτής, μόνος αυτοσχεδιάζει κινούμενος
κυκλικά, άλλοτε περιμετρικά της πίστας, άλλοτε λιτά
λυπημένα, βαριά και πονεμένα, επιδεικνύοντας αδυναμία να σηκώσει α πόδια από το
έδαφος. Ταυτόχρονα, ο χορευτής επιζητεί συντροφιά και συμπαράσταση. Οι δικοί του άνθρωποι σε κύκλο,
διατηρώντας σεβαστή απόσταση χειροκροτούν στο ρυθμό, χαίρονται μαζί του, καμαρώνουν,επευφημούν,
συμπαρίστανται.
Είναι χορός ψυχής θέλει δύναμη στα πόδια, αντοχή στις στροφές
για να μη ζαλιστεί ο χορευτής. Οι θαρραλέοι- οι μάγκες- δεν ζαλίζονται! Ενίοτε
είναι χορός λιτός – και λίγες φιγούρες αποδεικνύουν
την ένταση και αρκούν για το αποτέλεσμα. Ο χορευτής πρέπει να διαθέτει στοιχεία
θεατρικότητας, να μη φοβάται να εκτεθεί, να κριθεί από το κοινό, να δεχθεί το
χειροκρότημα. Δε νομίζω να έχουν όλοι οι άνθρωποι τη δυνατότητα να χορέψουν
καλά ζεϊμπέκικο. Βέβαια πάμπολλες φορές αντιμετωπίζουμε τη «χορευτική δεινότητα»
κάποιων, που νομίζουν ότι μπορούν... ,αλλά θα το εκφράσω ευγενώς, δεν τους
ταιριάζει ο χορός αυτός.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να
απολαύσει κάποιος το χορό είναι ο σεβασμός. Τόσο για το χορευτή, όσο και για το
κοινό. Προσωπικά θλίβομαι όταν παρακολουθώ σε πίστα να στριμώχνονται «χορευτές»
για να χορέψουν όλοι μαζί. Έτσι χάνεται η μαγεία, νομίζω οτι ουδείς μπορεί να
το απολαύσει. Επίσης, ο χορευτής είναι
εκείνος που εφόσον επιθυμεί να εντάξει στο χορό του κάποιον από το κοινό του,
θα τον προσεγγίσει. Για το λόγο αυτό οι χειροκροτούντες οφείλουν να αφήνουν
περιθώριο στην πίστα προκειμένου ο χορευτής να εκφρασθεί άνετα, με αυτοσυγκέντρωση
ώστε να
μην εμποδιστεί ο χορός του.
Η Ελληνική δισκογραφία έχει καταγράψει
πλήθος αγαπημένων τραγουδιών στο ρυθμό των 9/8. Οι απόψεις πολλές για το «καλύτερο
ζειμπέκικο». Νομίζω ότι είναι θέμα βιωμάτων για τον καθένα ξεχωριστά. Προσωπικά
αγαπώ την εξαιρετική σύνθεση του αξέχαστου Μάνου Λοΐζου, το πασίγνωστο « Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας». Νομίζω ότι εμπεριέχει με πληρότητα ο,τι θετικό
χαρακτηρίζει τον Έλληνα, αποτελεί σημαντικής ποιότητας – εξαγώγιμο αν θέλετε- καλλιτεχνικό
προϊόν, εκφράζει την ελληνική ψυχή δείχνει δύναμη, υπερηφάνεια, ανθεκτικότητα. Σε νεανική ηλικία, είχα ακούσει αρκετές φορές
την Ευδοκία αγνοώντας τον δημιουργό της. Είχα την αίσθηση ότι ο Λοίζος δημιουργεί
τραγούδια όπως «Ο δρόμος», «Όλα σε θυμίζουν», «Το ακορντεόν», « Σ' ακολουθώ». Το « Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» και το «Δεν θα
ξαναγαπήσω» μου προκάλεσαν μεγάλη και
ευχάριστη έκπληξη καθώς συνειδητοποίησα το ευρος και την αξία του Λοΐζου. Ο
Λοΐζος πάντρεψε με τεράστια επιτυχία το έντεχνο με το λαϊκό καταρρίπτοντας
ταμπέλες και σύνορα που μέχρι σήμερα θέτουμε στη μουσική.
Το 2007 στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού η Χάρις Αλεξίου πρωτοστατεί σε αφιέρωμα για τα 25 χρόνια από το
θάνατο του Μάνου Λοΐζου. Υπό τη σκηνοθετική και σκηνική επιμέλεια του Πάνου Παπαδόπουλου το κοινό παρακολουθεί με ενθουσιασμό
μια εξαιρετική παράσταση- αφιέρωμα στο
Μάνο. Κορυφαία στιγμή της βραδιάς η παρουσίας του « Ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας».
Λιτή-δωρική θα έλεγα, χορογραφία με ένταση στο βλέμμα, κινήσεις γοητευτικές,
ερωτικές. Χορεύουν χέρια και πόδια. Ο χορευτής φαντάρος, παραπέμπει στην ταινία Ευδοκία
" του Αλέξη Δαμιανού. Ωστόσο, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο φαντάρος
πάντα αισθάνεται πόνο, του λείπει η ελευθερία του, η γυναίκα του, θέλει να σαγηνεύσει,
έχει ένταση. Και εδώ γοητεύει με το βλέμμα, την κίνηση. Η γυναίκα ακολουθεί,
χαίρεται, συμφωνεί. Η μουσική υπερκαλύπτει τη χορογραφία γιατί έτσι πρέπει...
Ακούσαμε με τον μόλις 2,5 ετών
γιο μου την Ευδοκία πάνω από 100 φορές μέσα στο Σαββατοκύριακο. Και ήταν ο
μικρός που έλεγε να το ακούσουμε πάλι και πάλι. Και κανείς δεν κουράστηκε ούτε να ακούει, ούτε
να χορεύει. Και ήταν υπέροχο, ο μικρούλη να σηκώνει τα χεράκια του ψηλά προς τον
ουρανό,- όπως περιγράφεται στις πηγές ο
τρόπος χορού- και να κινείται στο ρυθμό.
Εβδομήντα συμμετοχές στην
ελληνική δισκογραφία, αμέτρητα ταγούδια,εμπνευσμένες δημιουργίες με την πένα
της Λινας Νικολακοπούλου. Ανατρέχοντας στο σύνολο της δισκογραφικής της
δουλειάς από το 1981 έως τις μέρες μας,
μεγάλη έκπληξη προκαλεί το μέγεθος των συνεργασιών και η αξία των τραγουδιών.
Δεν ήταν μόνο η μοιραία συνάντηση με το Σταμάτη Κραουνάκη στα 19 της χρόνια και
η άμεση μελοποίηση των στοίχων της. Η
Νικολακοπούλου συνεργάσθηκε με τους Νίκο Αντύπα, Γιάννη Σπανό, Γιώργο Χατζηνάσιο,
Κώστα Καλδάρα, Θάvo Μικρoύτσικo, Ara Dinkjian, Sting, Νίκο Κυπουργό, Δημήτρη Παπαδημητρίου,
Ευανθία Ρεμπούτσικα, Χρήστo Νικoλόπoυλo, Γιώργo Ζήκα, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο
Ξαρχάκο, Kiki Lesendric, Goran Bregovic, Δήμητρα Γαλάνη κ.α.
Ακόμη, το 1998 έγραψε στίχους για τρία
ανέκδοτα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, στο δίσκο της Δήμητρας Γαλάνη «Χορός με
τη σκιά μου».
Για
το Σταμάτη Σπανουδάκη. « Ήμουν πάρα πολύ
"ήσυχη" μαζί του. ο άνθρωπος αυτός καταλάβαινε τι έλεγα και αυτό με
γέμιζε ευτυχία. Επιτέλους είχα βρει κάποιον με τον οποίo μπορούσα να συνεννοηθώ
απλά.»
Δεν είχα ανασφάλειες γιατί κανένας δεν
έμπαινε σε τέτοιο κόπο ώστε να μου τις δημιουργήσει. Νομίζω απλά ότι αυτή την
αρχοντική στάση την είχα από πάντα. Ο ορίζοντάς μου ήταν πάντα ανοιχτός, τα
πράγματα τα έβλεπα από εμένα και μπροστά και αυτή η κλίμακα πρέπει να έχει τη
ρίζα της στα παιδικά μου χρόνια. Τότε που ήθελα να τα βλέπω όλα ανοιχτά μπροστά
μου.
...η διαδικασία για να αποδώσει καρπούς, για να
αξιωθείς να πάρεις την υγρασία από τα μάτια του άλλου, να τον αγγίξεις,
προϋποθέτει τη σταύρωσή σου. Όπως όταν έγραφα το “Μαμά γερνάω”. Καθόμουν εδώ
στο καθιστικό και μέσα κοιμόταν ο Σταμάτης. Μόλις είχαμε γυρίσει μεθυσμένοι.
Είχα γράψει το πρώτο κουπλέ και έψαχνα το δεύτερο. Έφερνα, λοιπόν, στο μυαλό
μου όλες εκείνες τις στιγμές που με είχαν πονέσει. Όμως το ακριβό ραντάρ μέσα
μου, σαν τη ζυγαριά των κοσμηματοπωλών, ήξερε και περίμενε το αληθινό διαμάντι
του πόνου. Κι εγώ έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, μέχρι που αυτό που έβγαλα από το
βάθος δεν το άντεξα. Και είπα «αυτό είναι, λοιπόν. Αυτό πρέπει να πω. Αυτό που
δεν αντέχω». Αν νομίζει κανείς ότι μπορεί να αναδυθεί κάτι χωρίς έκρηξη ή χωρίς
θάνατο κάποιου άλλου πράγματος, κάνει λάθος. Πρέπει κάτι να δώσεις χωρίς
τσιγκουνιά, για να βγει στο φως... Κάτι πρέπει να κάψεις...
Πάντα έμπαινα στη δίνη τoυ έρωτα, αλλά είχα
και το νου μου. Πρέπει να έχει κανείς εμπιστοσύνη ότι αυτό είναι ένα κεφάλαιο
σπουδαίο. Αλλά ΕΝΑ. Βλέπω την κούραση των ανθρώπων όταν διαδέχεται ο ένας
έρωτας τον άλλο, χωρίς αυτοί οι έρωτες να είναι όλοι αληθινοί. Όταν βλέπεις το
σενάριο να επαναλαμβάνεται πρέπει να αναρωτηθείς μήπως είσαι σε λάθος
κινηματογραφική αίθουσα με λάθος συμπρωταγωνιστές σε λάθος διανομή. Και τότε να
αναζητήσεις μέσα σου τι συμβαίνει. Δεν πρέπει να περιμένουμε τα πάντα από αυτήν
την κατάσταση. Και όταν κάτι τελειώνει, πρέπει να έχουμε τn δύναμn ν'
αγαπήσουμε αυτό που ζήσαμε μαζί, αυτό που καταλάβαμε για τους εαυτούς μας. Να
πάμε κάπου αλλού χωρίς σκοτωμούς... Γιατί, ναι, σίγουρα πάμε κάπου. Ξεκινάμε
ένα ταξίδι σαν να δίνουμε όρεξη στον εαυτό μας να παρακολουθήσει ξανά ένα άλλο
σχολείο, να αισθανθούμε τnv ανάγκn να πληροφορnθούμε και άλλα πράγματα. Και να
συναντnθούμε με τον αληθινό χρόνο. Με τη στιγμή εκείνη που ανακαλύπτουμε το
κομμάτι το οποίο θα συμπλnρώσει το παζλ που μπορεί να φτιάχνω όλn την υπόλοιπη
περίοδο ζωής.
Σκοπός δεν είναι η παράθεση βιογραφίας όμως!
Τα τραγούδια πολλα και τί να
διαλέξει κανείς; Προσπαθήσαμε να βούμε ένα τραγούδια από κάθε δίσκο, καταφέαμε
τα περισσότερα..μουσικές και λόγια αγαπημένα!